ατονικότητα

ατονικότητα
Είδος μουσικής γραφής που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αι. και ξεφεύγει τελείως από τα δυτικά μουσικά πλαίσια της κλασικής τονικότητας και της αρμονίας που είναι βασισμένη στη λεγόμενη τέλεια συγχορδία. Η αρχή της α. ανάγεται συνήθως στο χρωματικό γένος που εγκαινίασε ο Βάγκνερ το 1865 με το έργο του Τριστάνος και Ιζόλδη. Η α. εμφανίζεται σε δύο μορφές. Στην πρώτη, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εμπειρική, ένα μουσικό κομμάτι δεν παρουσιάζει πια μια βασική τονικότητα είτε γιατί η αρμονία του είναι πέρα για πέρα χρωματική είτε γιατί οι μετατροπές διαδέχονται τόσο γρήγορα η μια την άλλη, ώστε η βασική τονικότητα είναι αδύνατο πια να γίνει αντιληπτή. Στη δεύτερη μορφή, που λέγεται δωδεκάφθογγο σύστημα και οφείλεται στον Σένμπεργκ και στους μαθητές του της Σχολής της Βιέννης Μπεργκ και Βέμπερν, καταργείται η δύναμη έλξης, που σύμφωνα με την παραδοσιακή αρμονία ασκεί η τονική– δηλαδή ο φθόγγος που αποτελεί την αρμονική βάση ενός μουσικού κομματιού– και καθιερώνεται ισοδυναμία αρμονικών σχέσεων και για τους δώδεκα φθόγγους που αποτελούν τη χρωματική κλίμακα. Οι φθόγγοι, έτσι, με την εξαφάνιση της αίσθησης σταθερότητας που δημιουργεί η τονική έλξη, διατάσσονται ελεύθερα και αποτελούν ανεξάρτητες συγχορδίες και ιδιαίτερες μελωδίες, πράγμα που δημιουργεί δυνατότητες για μια καινούργια μουσική έκφραση.
* * *
η
μουσική που εγκαταλείπει τις κλασικές τονικές λειτουργίες προκειμένου να χρησιμοποιήσει το σύνολο των δυνατοτήτων της χρωματικής κλίμακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε …   Dictionary of Greek

  • τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”